θηραϊκή γη

θηραϊκή γη
Πετρώματα που προέρχονται από ηφαιστειακές εκρήξεις και αποτελούνται από χαλαρά προϊόντα, όπως τέφρες, τόφφους, κίσηρη κ.ά. Βλ. λ. ηφαιστειακή ή θηραϊκή γη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηφαιστειακή ή θηραϊκή γη — Ηφαιστειακή σποδός που προέρχεται από το ηφαίστειο της Σαντορίνης και καλύπτει σχεδόν όλη την επιφάνεια των νησιών Σαντορίνη, Θηρασία και Ασπρονήσι, με στρώμα πάχους 15 50 μ. Το χρώμα της είναι κοκκινωπό ή καφέ και χημικά αποτελείται κυρίως από… …   Dictionary of Greek

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • θηραϊκός — ή, ό (Α θηραϊκός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή κατοικεί στο νησί Θήρα είτε κατάγεται ή προέρχεται από αυτό, σαντορινιός, σαντορινέικος νεοελλ. 1. φρ. «θηραϊκή γη» η ηφαιστειακή σποδός που καλύπτει τη νήσο Θήρα και που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης …   Dictionary of Greek

  • πουζολάνα — και πουζολάνη, η, Ν (πετρογρ. τεχνολ.) υδραυλική συγκολλητική ύλη που ανακαλύφθηκε από τους Ρωμαίους και χρησιμοποιείται ακόμη σε ορισμένες χώρες και η οποία παρασκευάζεται από θρυμματισμένη σκωρία, φυσικής ή τεχνητής προέλευσης, λ.χ. θηραϊκή γη …   Dictionary of Greek

  • τράσσης — ο, Ν ηφαιστειογενές πέτρωμα παρεμφερές προς τη θηραϊκή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. trass < ολλ. trass, terras < γαλλ. terrasse «ύψωμα γης, στέγη, ταράτσα»] …   Dictionary of Greek

  • Καλογεράς, Άγγελος — (1903 – 1971). Πολιτικός μηχανικός και πανεπιστημιακός. Εργάστηκε ως μηχανικός διαφόρων εταιρειών καθώς και του δημοσίου και διετέλεσε από το 1962 τακτικός καθηγητής του Eθνικού Mετσόβιου Πολυτεχνείου. Αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορους… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Γεωλογικό Απειράνθου (Νάξου) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1966, με πρωτοβουλία του ντόπιου πολιτικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, αλλά έκλεισε στη διάρκεια της δικτατορίας. Το 1987 επαναλειτούργησε, με πρωτοβουλία του Μανώλη Γλέζου, και από τότε στεγάζεται στο κτίριο του δημοτικού… …   Dictionary of Greek

  • Νίσυρος — Νησί (41,40 τ. χλμ., 948 κάτ.)του νομού Δωδεκανήσου. Βρίσκεται στα Ν της Κω και σε ίση απόσταση από αυτήν, την Τήλο και τις μικρασιατικές ακτές. Είναι μικρό νησί, με σχήμα στρογγυλό και με ελάχιστα διαμελισμένες παραλίες. Στο νησί υπάρχει παλιό… …   Dictionary of Greek

  • θηραϊκός, -ή — ό 1. αυτός που προέρχεται από το νησί Θήρα. 2. «θηραϊκή γη», μείγμα από μικρά κομμάτια λάβας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”